μονόγραμμον — μονόγραμμος drawn with single lines masc/fem acc sg μονόγραμμος drawn with single lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονογράμμῳ — μονόγραμμος drawn with single lines masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόγραμμα — μονόγραμμος drawn with single lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MONOCHROMATOS Pictura — apud Plin. l. 35. c. 3. De Pictuvae initiis incerta Graeci alii Sicyone, alii apud corint hios repertam affirmant, omnes umbrâ hominis lineis circumductâ. Itaque talem primam fuisse: secundam singulis coloribus et monochromaton dictam, postquam… … Hofmann J. Lexicon universale
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονογραμμικός — ή, ό 1. φρ. «μονογραμμική καταγωγή» εθνολ. η καταγωγή που υπολογίζεται με βάση τη γενεαλογική γραμμή τού ενός από τους δύο γονείς, είτε τής μητέρας, δηλ. η μητρογραμμική καταγωγή, είτε τού πατέρα, δηλ. η πατρογραμμική καταγωγή 2. «μονογραμμικό… … Dictionary of Greek